μίξη

μίξη
και μείξη, η (ΑΜ μίξις, -εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι]
1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)
3. το ένα από τα τρία μέρη τής μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική μουσική
νεοελλ.
μουσ. η τεχνική τής ανάμιξης, τού συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό έργο, αλλ. μιξάζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μίξῃ — μίξηι , μίξις mixing fem dat sg (epic) μί̱ξῃ , μίγνυμι mix aor subj mid 2nd sg μί̱ξῃ , μίγνυμι mix aor subj act 3rd sg μί̱ξῃ , μίγνυμι mix fut ind mid 2nd sg μίξηι , μῖξις fem dat sg (epic ionic) μί̱ξηι , μῖξις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • δευτερομιγής — ές (για ζώα) αυτός που προήλθε από δεύτερη μίξη («δευτερομιγής ίππος» αυτός που προέρχεται από τη μίξη ευγενούς και μιγάδας). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δευτερομιγείς μαρτυρείται το 1898 από τον Έλληνα, ψευδώνυμο του Βλ. Γαβριηλίδη, στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακρασία — (I) η (Α ἀκρασία) [ἄκρατος] κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών τού σώματος, δυσκρασία αρχ. η μη υγιεινή σύσταση τού αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα. (II) ἀκρασία, η (Α) η ακράτεια*. (III) ἀκρασία, η (Μ) έλλειψη κρασιού.… …   Dictionary of Greek

  • αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • γαμήσι — το η συνουσία, η σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (το) γαμήσει < αρχ. γαμήσειν, απρμφ. μέλλοντος τού γαμέω, ώ (πρβλ. το γεννήσι, το κοιμήσι, κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”